- στίλπωνος
- στίλπωνdwarfmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Пирзас, Николаос — Νικόλαος Πύρζας Николаос Лакис Пирзас (греч. Νικολαος η Λακης Πυρζας,1880 1947) македономах, то есть борец за Воссоединение Македонии с Грецией … Википедия
θεωρηματικός — θεωρηματικός, ή, όν (Α) [θεώρημα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θεώρημα 2. αυτός που επιδίδεται σε θεωρία 3. (ως επίθ. τού Μητροδώρου, μαθητή τού Στίλπωνος) ο δογματικός, αυτός που πραγματεύεται τη διδασκαλία του με θεωρήματα 4. φρ.… … Dictionary of Greek
μεγαρίζω — (Α) [Μέγαρα] 1. συμπεριφέρομαι ή σκέπτομαι όπως οι Μεγαρίτες, μιμούμαι τους Μεγαρίτες 2. μιλώ τη μεγαρική διάλεκτο 3. είμαι οπαδός τού Μεγαρικού φιλοσόφου Στίλπωνος 4. επισκέπτομαι τα μέγαρα, δηλ. τα υπόγεια ιερά σπήλαια τής Δήμητρος και τής… … Dictionary of Greek